- στενόφυλλος
- -η, -ο / στενόφυλλος, -ον, ΝΑ(για φυτό, βιβλίο, θύρα) αυτός που έχει στενά φύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. επτά-φυλλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στενόφυλλος — narrow leaved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοφυλλότερον — στενόφυλλος narrow leaved adverbial comp στενόφυλλος narrow leaved masc acc comp sg στενόφυλλος narrow leaved neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενόφυλλον — στενόφυλλος narrow leaved masc/fem acc sg στενόφυλλος narrow leaved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοφυλλότερα — στενόφυλλος narrow leaved neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοφύλλῳ — στενόφυλλος narrow leaved masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενόφυλλα — στενόφυλλος narrow leaved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοφυλλοτέρα — στενοφυλλοτέρᾱ , στενόφυλλος narrow leaved fem nom/voc/acc comp dual στενοφυλλοτέρᾱ , στενόφυλλος narrow leaved fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράπη — η, Ν 1. η καλαμιά 2. βοτ. το φυτό που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία φύτη ή στενόφυλλος … Dictionary of Greek
στενοφυλλία — ἡ, Α [στενόφυλλος] (για φυτό) η ιδιότητα τού στενόφυλλου … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek